- κυτταρογένεση
- [-ις (-εως)] η биол образование клетки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κυτταρογένεση — η η παραγωγή νέων κυττάρων από ήδη υπάρχοντα, όμοια με αυτά, κύτταρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κυτταρογένεση είναι απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cytogenesis < cyto (βλ. κυτταρο ) + genesis < λατ. genesis < γένεσις] … Dictionary of Greek
κυτταρογένεση — η η παραγωγή νέων κυττάρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυτταρογενετικός — και κυτογενετικός, ή, ό 1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυτταρογένεση 2. το θηλ. ως ουσ. βιολ. η κυτταρογενετική ή κυτογενετική κλάδος τής γενετικής ο οποίος μελετά τα χρωματοσώματα στη φυσιολογική αλλά και στην παθολογική τους… … Dictionary of Greek